Ανάμεσα στο τρίτο και στο τέταρτο
φιλί για καληνύχτα
οι μικροαστοί διαλέγουν προσκλητήρια ή καπότες
οι ποιητές ονειρεύονται την μέρα
που αντί να γράφουν θα γαμάνε
γενικεύσεις
εσύ άραγε σκέφτηκες
πως ένα βράδυ Κυριακής που βρέχει
είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή ν'αποφασίσεις
πως θες να μοιάζει η ζωή σου;
Όταν θέλεις να είσαι οι τρεις διαστάσεις
δεν υπάρχει χώρος για εξομολογήσεις
και ξυπνητήρια ρυθμισμένα
να χτυπήσουν μαζί
[για να'μαστε σίγουροι]
Ίσως οι μονάδες μέτρησης των καθημερινών ποσών
όπως θυμός
αναμονή
ηλιθιότητα
αλήθεια
λάθος
πάθος
να μην είναι ευκλείδειες
Μπορεί, πάλι, αυτή τη στιγμή
να ψάχνεις την χθεσινή μας νύχτα
ανάμεσα στα πόδια σου
Ίσως σε μια καμπύλη απ'τον μηρό σου ως το γόνατο
να υπάρχω
σε πληθυντικό αριθμό.
Αστείος ο όρκος των εραστών, των ερωτευμένων, των
«νίκησα για πάντα τη μοναξιά».
Η πάλη να πείσουνε το άλλο τους μισό ή εν τέταρτο
ότι η ζωή είναι άδεια χωρίς αυτό.
Λες και δεν είναι κοινό μυστικό πως όσους φίλους
και να’ χεις, όσα φράγκα και να βγάζεις όσο αλκοόλ και να καταπίνεις, όσα
τσιγάρα και να κάνεις πριν κοιμηθείς, η ζωή σου πάλι άδεια θα είναι – ή θα μοιάζει που καμμιά φορά η
αίσθηση αυτών των δύο είναι η ίδια.
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».
Τα καλοκαίρια στις πέντε το πρωί περνάει από κάτω
το σκουπιδιάρικο. Κάνει τρομερό θόρυβο. Διαταράσσει κάτι παραπάνω απ’ την κοινή
ησυχία- διαταράσσει την ηρεμία της νύχτας (δεν μπορώ να μιλήσω για γαλήνη γιατί
δεν είμαι ερωτευμένη).
Γύρω στις έντεκα τα παιδιά στη γειτονιά σιωπούν,
σταματάνε τα ζάρια στο διπλανό μπαλκόνι, σβήνουν σιγά σιγά τα οικιακά φώτα και
μένουν να φωτίζουν -εμένα και τον έφηβο εαυτό που σέρνω μέσα μου- τα λεγόμενα
φώτα της πόλης.
Όλοι το ξέρουμε, ο ουρανός στη Αθήνα είναι
κίτρινος. Δεν υπάρχουν φεγγαρένιες
σιγαλιές, εκεί που μένω, ασημένιες νύχτες, σκοτάδια που τα λούζει η υπόνοια του
αύριο.
Εκεί που μένω υπάρχουν τζαμαρίες που τρίζουν,
παιδιά που όταν κουραστούν να κυνηγιούνται, κάθονται σε σκαλάκια πολυκατοικιών
και τραγουδάνε σκυλάδικα .
Κάθε μέρα στις πέντε.
Πέρασε πριν από λίγο. Καμμιά φορά πιάνω τον
εαυτό μου να θυμώνει θανάσιμα όταν
το ακούω, σα να μου ‘χει συμβεί μια φρικτή αδικία, σα να συνωμοτεί εναντίον μου
το κράτος, η Εκκλησία και το σύμπαν μαζί.
Το σκουπιδιάρικο είναι το σήμα κατατεθέν : πάλι
ξενύχτησα απόψε. Κι αν ξενύχτησα, όχι μόνο δεν θα σηκωθώ αύριο νωρίς, αλλά το
αυριανό βράδυ θα είναι ακριβώς το ίδιο.
Ο εκκωφαντικός θόρυβος του σκουπιδιάρικου
σηματοδοτεί πως άλλη μια νύχτα πέρασε, άλλο ένα πρωί πρόκειται να θυσιαστεί σε
κάποιον ανούσιο βωμό -συχνά ψηφιακό- κι εγώ πάλι δεν θα σηκωθώ να διαβάσω.
Εκείνη η ώρα , έντεκα με πέντε, αυτές οι έξι
χαμένες ώρες , είναι που περιμένουν να δώσουν νόημα στο «δε μπορώ να ζήσω χωρίς
εσένα». Γιατί τι καλύτερο έχω να κάνω, εκτός απ’ το να ζήσω με’ σένα; Όλοι το ξέρουμε,
όσοι δεν κλείνουνε κάθε μέρα τα μάτια μας απ’ τη νύστα, όσοι δεν φοβόμαστε να
μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, όσοι κοιμόμαστε αργά, όχι επειδή θέλουμε να
κάνουμε κάτι συγκεκριμένο , αλλά επειδή θέλουμε λίιιγο ακόμα.
Είναι κοινό μυστικό πως κατά τη νιότη, πριν αρχίσει
εκείνο που θα λέγαμε αφελώς «πραγματική ζωή» το «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»
σημαίνει πως έντεκα με πέντε δεν έχεις τίποτα να σκεφτείς.
Να απασχολήσεις το μυαλό σου μπορεί. Αλλά σκέψη
τέτοια που μοιάζει σα να παίρνεις κομματάκια απ’το μυαλό σου, να τα βάζεις
μπροστά σου πάνω στο γραφείο σου, να τα τεμαχίζεις, να τα σμιλεύεις ,να τα
κάνεις παζλ και μετά να τα ξαναβάζεις στο κεφάλι σου, για τέτοια σκέψη δεν
είσαι ικανός.
Είναι κοινό μυστικό η κενότητα, η απεραντοσύνη του
«αύριο», η ανακούφιση της νύστας. Είναι κοινό μυστικό η νύχτα.
Αυτόν λοιπόν τον έρωτα δεν μπορώ να σου τον δώσω.
Ίσως μια μέρα να θελήσεις να είμαστε μαζί και να
κλάψω από χαρά.
Ίσως την επόμενη φορά που θα’ ναι να σε δω να μην
μπορώ να φάω όλη μέρα, γιατί το στομάχι μου θα είναι γόρδιος δεσμός.
Ίσως όταν σε φιλήσω ξανά μετά από τόσο καιρό, να
νιώσω την υφή των χειλιών σου, την υγρασία της γλώσσας σου στο εσωτερικό των
πνευμόνων μου.
Ίσως όπου με χαϊδέψεις να μου αφήσεις, άθελά σου,
πληγές που κανενός άλλου το χέρι δεν θα τις γιατρεύουν.
Ίσως να σε σκέφτομαι κάθε μέρα, μέχρι που να φτάσει
μια μέρα που να μην θυμάμαι πως είναι να μην σε σκέφτομαι.
Ίσως σε ερωτευτώ παράφορα∙ ίσως με ερωτευτείς κι εσύ
Και μια νύχτα να κοιτάμε τη θάλασσα, το ποτό μας,
την Αθήνα φωτισμένη , τον κίτρινο ουρανό της ∙ ίσως να βλέπουμε lionkingή
Απαράδεκτους
και σε μια στιγμή να κοιταχτούμε και να πιστέψουμε
πως δεν μπορούμε να ζήσουμε η μία χωρίς την άλλη.
[Ίσως όλα αυτά να είναι μελό]
Αν σ’αγαπήσω ποτέ, θα το κάνω όχι γιατί δεν αντέχω
να μείνω μόνη μου σε ένα δωμάτιο για δεκαπέντε ώρες, ούτε γιατί δεν αντέχω να
αντιμετωπίσω το απλό γεγονός της ύπαρξής μου.
Στις πελώριες τρύπες που θα σχηματιστούν
θα βουτάν’οι άνθρωποι
γιατί στην κορυφή του Έβερεστ
το έτος διαρκεί 15 μικροσεκόντ λιγότερο
απ’ότι στην
επιφάνεια της θάλασσας
Kαμιά φορά περνάω από την Πειραιώς
κι η ύπαρξή μου χάνει το νόημά της στα φανάρια ∙
τόσο
εύκολα
σκέφτομαι πως θα ‘ταν να ζωντάνευαν τα χέρια της
τοιχογραφίας
πως θα’ταν λες να υπήρχαν δυο πελώρια χέρια που προσεύχονται
σε μας
πέρα από κείνα της μητέρας μας;
Oι φίλοι μου σε μετράνε σε λεπτά
είσαι λένε τόσες το πλήθος λέξεις
Εγώ λένε σε μετράω σε ήττες
και σε μερίδες των εξήντα εμ ελ
Αθροίζω πρωινές πρώτες σκέψεις,
εφηβικές παρορμήσεις που αναδύονται
μουσκεμένες
απ’την παχιά ρευστή σκοτεινιά του
μελλοντικού μου μεσοβδόμαδου
εαυτού
Άρα αν τα βάλουμε κάτω
δεν επιτρέπεται να σε σκεφτώ μεσημέρι
«Οι ζουμερές τραγωδίες ήταν πάντοτε οι αγαπημένες μου» θα
ψιθυρίσει. Ο αέρας θα ‘ναι παχύς ∙ από την ανθρωπίλα κι από την απροκάλυπτη
εκτόνωση της ανίας τόσων ανθρώπων μαζεμένων. Μα τι σκατά κοιτάνε.
«Θες να την ξεκάνουμε; Θες να τη λιώσουμε ρε; Να την κάνουμε κουρέλι». «Άσε με
ήσυχη ρε γαμημένε» θα του πω . «Ρε θες να σε θυμάται για όλη την υπόλοιπη ζωή
της;» . Μια άγρια λαχτάρα θα σαλέψει μέσα μου. Ξέρει , μόνο εκείνος ξέρει πώς
να κάνει την καρδιά μου πύρινη, πώς να χύνει λάβα στις φλέβες μου.
«Και πως θα γίνει αυτό;» θα τον ρωτήσω. «Ω θα είναι οργασμικό. Θα σε χαράξω
τόσο βαθειά μέσα της που όταν ξαπλώνει για να κοιμηθεί θα σε στερεώνει. Θα
σιγουρεύεται πως είσαι εκεί. Πότε πίσω απ’τον τρίτο σπόνδυλο, πότε στα νεφρά
της σαν ξυράφι. Πάντως θα’ σαι πάντα εκεί».
Θα πανηγυρίσουν τα σωθικά μου. Τα δάχτυλά μου θα βγάλουν καπνούς. Μπορεί για
λίγο να τη φανταστώ ξαπλωμένη, λιωμένη απ΄την καύλα , νυσταγμένη κι υπέροχα
σταυρωμένη πάνω στα σκεπάσματα.
Εκείνος θα επιμείνει. «Άσε τις φαντασίες» θα μου πει. Θα μου προσφέρει δυο
τρεις μνήμες. Θα τσουρουφλάνε. Αν κάνω πως θυμάμαι ,ξέρει- πως γίνεται να μην
ξέρει- πως παραλύω. «Είναι ομορφιά ρε ηλίθιε.» θα του πω.
«Δεν σου άξιζε τέτοια λεηλασία».
Στο μεταξύ θα ακούγονται φωνές .Δεν θα μπορώ να ξεχωρίσω σε ποια γλώσσα μιλάνε.
Και ξαφνικά θα συνειδητοποιήσω πως δεν ξέρω αν τα μάτια μου είναι ανοιχτά ή
κλειστά . « Άφησέ με ν’ανοίξω τα μάτια μου» θα του πω.
«Άφησέ με ρε!».
Δεν θα ‘ναι η πρώτη φορά που παλεύουμε. Όταν νικάει κάνουμε πάντα αυτό που
προστάζει. Είναι κι αυτό μια σταθερά. Όταν νικάω εγώ όμως συνήθως πρέπει να
υποστώ μετά το γέλιο του. Συνήθως ειρωνεύεται σύσσωμη την ανθρώπινη φύση .
Άλλες φορές κεντράρει σε μένα, μου λέει ότι χωρίς αυτόν δεν είμαι άξια ούτε να
κουβαλήσω τον εαυτό μου μέχρι το επόμενο πρωί.
Θα χρησιμοποιήσει το χειρότερο κόλπο του, το πιο δόλιο, το πιο καλοδουλεμένο.
Θα σωπάσει. Καμιά φορά σωπαίνει για μέρες. Και πάντα το πιστεύω η ηλίθια πως
έφυγε ή πως δεν υπήρξε ποτέ. Με κάνει να φλερτάρω με την τρέλα. [Καλύτερα μαζί
σου και τρελός].
Όταν εξαφανίζεται αρχίζω να πιστεύω πως είμαι λέει ελεύθερη. Θα τονε καβαλήσω
επιτέλους τον κόσμο. Θα συνεχίσω από τα δεκαενιά, είκοσι ∙ ούτε που θυμάμαι
πόσο ήμουν όταν τον άφησα. Δεν ξανοίγομαι όμως και πολύ.
[Μη
βλέπεις που με σένα βρεθηκα μεσοπέλαγα και τώρα έχω ξεμείνει κι
από νερό κι από τσιγάρα και
εκπνέω παράκληση]
Μετά από μερικές μέρες ο δαίμονας επιστρέφει. Δαγκώνει μια
μεγάλη μπουκιά μοναξιά-από το λαιμό μου συνήθως ή απ’το συκώτι μου κι έπειτα
αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο. Οι επιστροφές
του δαίμονα είναι οι πιο παθιασμένες περίοδοι της ζωής μου .
Στην προκειμένη περίπτωση θα σωπάσει για μερικά λεπτά. Δεν
θα τολμάω να ανοίξω τα μάτια μου. Θα περιμένω. Ξέρει πως οι αναμονές μου
ξεφτιλίζουν τη ζωή. Και τα λεπτά θα περνάνε και δεν θα δίνω πια σημασία ούτε
στις φωνές που θα μοιάζουν με ψαλμωδίες, ούτε στον πηχτό αέρα που θα βρωμάει
βαρετά απογεύματα.
«Τουλάχιστον πες μου πως θα γίνει» θα πω σε μια προσπάθεια να τον δελεάσω.
«Θα πεθάνεις» θα μου απαντήσει , αφού μ’αφήσει να ξεροψηθώ και να γίνω κρουστή,
έτοιμη να σπάσω. «Το ξέρω» θα του
απαντήσω σχεδόν γελώντας. «Θα πεθάνεις πιο νωρίς» θα μου απαντήσει.
Ο δαίμονας ξέρει. Ο δαίμονας τα ξέρει όλα. Φταίω βέβαια κι εγώ που εκείνη τη νύχτα τον άφησα να βγει λίγο, να ξεμουδιάσει. Καθίσαμε και πίναμε ρακές μέχρι το πρωί και του τα ‘πα όλα. Αργά η γρήγορα θα τα μάθαινε μόνος του σκέφτηκα.
Του είπα ότι σιχαίνομαι τις αναμονές, τις στυλιζαρισμένες συνοικιακές γκόμενες, τα κλαμπ με τα τετράγωνα φώτα και καμιά φορά την Αθήνα.
Του είπα πως το όνειρο της ζωής μου είναι να ματώσω για τον έρωτα και μετά να τον αφήσω να μου γλύψει τις πληγές. Κι ο δαίμονας το ΄ ξερε ήδη πολύ καλά πως το πάθος μου ήταν οι άσκοπες θυσίες.
Αυτό που δεν μπορώ να θυμηθώ είναι το τι σκατά σκεφτόμουν όταν τον άφησα να ξαναμπει. Με παραμύθιασε με θωρακίσεις. Μου είπε «Εκεί μέσα ζω. Μέσα σου ρέουν ροζ μέλια με χρυσόσκονη .Κι όσο δεν έχεις που να τ’ ακουμπήσεις θα σε πνίξουν. Είσαι αδύναμη ρε. Και σιγά το νέο. Όλοι θέλουν να παραμείνουν παιδιά. Παραδέξου το και πάμε παρακάτω»
Έτσι στην κρίσιμη στιγμή , λίγο πριν ξεκουμπιστεί από ανθρώπινες δυνάμεις- ακόμα κι αν αυτές οι δυνάμεις είναι κίτρινες και κουβαλάνε την απελπισία του οικογενειάρχη το Σαββατόβραδο στο κυριλέ σουβλατζίδικο-ο δαίμονας θα προτείνει την μόνη λύση που θα του αποφέρει κάποιο όφελος, πέρα απ’το καλό ουίσκι και τις φρέσκες ντομάτες, που τον ταίζω τόσο καιρό. Ο δαίμονας θα μου προτείνει να αυτοκτονήσω, για να πάρει την ψυχή μου στην κόλαση.
Κι εγώ που θα φοβάμαι –πάλι θα φοβάμαι-και θα σε θεωρώ αποκλειστικά υπεύθυνη θα αγκαλιάσω στην ιδέα. «Δεν υπάρχει τίποτα, είσαι σίγουρος;» θα τον ρωτήσω. «Όχι, όταν πεθαίνετε βγάζετε το σκασμό. Δεν μιλάτε, δεν σκέφτεστε, δεν αισθάνεστε». «Κι αν αύριο πάρει τηλέφωνο; Αν αύριο στείλει κάτι; Αν όταν τελειώσει το καλοκαίρι μου πει να πάω να τη βρω. Της είπα όποτε θέλει να μου το πει κι εγώ θα πάω. Αν μου το πει;».
Ο δαίμονας όμως ξέρει. Ο δαίμονας ξέρει πως είμαι ζητιάνος . Ο δαίμονας ξέρει πως παλεύω να αποδείξω ότι δεν είμαι θύμα.
Ο δαίμονας θα μου πει πολύ σοβαρά, χαμογελώντας μου όσο πιο πλατειά μπορεί :
«Σκέψου το λίγο. Ίσως να αυτοκτονήσεις απόψε. Ναι. Κοίτα να δεις. Μια προοπτική που δεν περιλαμβάνει μέτρημα ψιλών μπας και βγαίνουν για να πάρεις καμιά ρετσίνα.
Αν αυτοκτονήσεις απόψε θα ‘χεις πεθάνει καλοκαίρι. Πώς πρόδωσε τη ζωή καλοκαίρι, θα αναρωτιούνται φίλοι και γνωστοί. Και θα πηγαίνουν σε δυο τρια μαγαζιά της Αθήνας που αγάπησες ίσως πιο πολύ απ’ ότι αγαπάς τους φίλους σου και θα σε θυμούνται με αγάπη και νοσταλγία. Θα σε κουβαλήσουν ρε.
Αν αυτοκτονήσεις απόψε δεν θα χρειαστεί να πεις σε κανέναν πως δυο ώρες τώρα της μιλάς και σου απαντά ανα μισάωρο . Δεν θα χρειαστεί να πεις πως νιώθεις ότι σου ξεφτιλίζει τη ζωή. Και δεν θα υποπέσεις στο αμάρτημα του να την φωνάζεις καριόλα. Θα πεθάνεις ρε και δεν θα προλάβεις.
Αν αυτοκτονήσεις απόψε θα αφήσεις ένα σημείωμα που θα λέει βασικά τ’ όνομά της. Θα της φορτώσεις ενός ανθρώπου το αίμα και θα το κουβαλάει μάλλον σ’ όλη της της ζωή. Και για να το ξεφορτωθεί θα χρειαστεί να γίνει άλλη. Σε κάθε περίπτωση θα κουρελιαστεί.
Δεν θα φταίει. Αλλά έτσι για όλες τις γυναίκες που μου λές όταν μεθάς πως σ’εχουνε πατήσει στο λαιμό ,θα της φορτώσεις άλλον έναν θάνατο εκτός απ’το δικό της.»
Κι εγώ θα ξέρω πως αν αφήσω το δαίμονα να συνεχίσει να μιλάει , μπορεί να αρχίσω να χαμογελάω με την νέα αυτή προοπτική που δεν περιλαμβάνει φράγκα και αναμονές και ναι ρε πούστη ,επιτέλους δεν θα περιμένω τίποτα. Και δεν θα ψάχνω και τίποτα για να το περιμένω.
Η λάβα θα αρχίσει να κυλάει από το μέτωπό μου. Θα νιώσω νοερά τη δροσιά της γλώσσας σου. Θα θυμηθώ για μια στιγμή πως υπήρξαν μέρες που δεν φοβόμουν. Δέκα μέρες πριν σταμάτησα για λίγο να φοβάμαι. Θα ανοίξω ασυναίσθητα τα μάτια μου. Θα δω τη μάνα μου να μου σκουπίζει τον ιδρώτα και να κλαίει.
Θα γίνω πολύχρωμος χωριάτης του Γκαζιού
θα ψωνίζομαι άγρια στα λεσβιόμπαρα
τα σαββατόβραδα θα τρώω χοντόγκ στην Ιερά
ή θα γαμιέμαι με κάθε μέσο-πούστη φαλλέ πολιτισμέ-
Στα εικοσικάτι επαναπροσδιορίστηκαν όλα.
Στα εικοσικάτι πλας κλαψουρίζω στα blog ότι προσπάθησα αρκετά
καριόλη ντουνιά
και αναγνωρίστε με κι εμένα την ασήμαντη που ξεφτίλησα την απλότητα της ζωής;
Τι, όχι;
Βεβαρυμένο παρελθόν λένε .
Η ντιτζέι έχει γκόμενα
η γκαρσόνα στο Μεταξουργείο γουστάρει γκόμενες πιο γκόμενες από μένα
τριάντα κιλά πριν ο συμπαθής θαμώνας παύλα γνωστός δεν κάνει για μένα-απαρεντλι-
Ο έρωτας και το γαμήσι-που είναι μέχρι τώρα μισό-
ούτε που αγγίζουν την πληρότητα
πόσο μάλλον την διάρκεια του ανθρωπίνου πάθους
Οπότε είπα για λίγο τα Σάββατα να χτίσω ένα πάθος
που θα κουβαλήσω μέχρι τα σαράντα
ξέσκεπο από κοινές κουβέρτες,
στεγνό από πρωινούς καφέδες.
Μόνο για μένα ,αδέρφια,
ολόκληρο
στο διηνεκές
[Γιατί πάντα όταν γράφω καταλήγω να κλαίγομαι ;
Βέβαια , από το να μετέρχομαι λέξεις όπως"άνοιξη","δέος" και "απέραντο"
για να πω ένα απλό "θέλω να σε γαμήσω ", είναι ας πούμε πρόοδος]
Πίσω στα υβρίδια του Γκαζιού.
Σπαταλάω λεπτά ύπνου σε μια απολογία χωρίς παραλήπτη
επειδή κάποια στιγμή άρχισε να με ενοχλεί ο γκόμενος σου
επειδή κάποια στιγμή ανακάλυψα πόσο χαίρομαι που σε βλέπω
κι επειδή προχθές που ήμουν συμπούρδελο σε χρησιμοποίησα για να κοιμηθώ
Συζητάμε το δράμα μιας λεσβίας αδέρφια.
Είσαι έξυπνη, χαίρομαι που θα σε δω αύριο,
γουστάρω να σε κάνω να γελάς
σου αφιέρωσα πέντε κακογραμμένες γραμμές
αλλά είμαι τεμπέλα ή δειλή ή κάτι τέτοιο αποτρόπαιο
επειδή είσαι στρείτ.
Α μαλάκα δεν σου πα. Η ξαδέρφη του γκόμενου της αδερφής του κολλητού της Τάδε ξέρει μια λεσβία. Να κανονίσουμε να γνωριστείτε.
Στ'αρχίδια μου. Όταν με ζορίζετε να ζήσω με εκπτώσεις θα σας λέω ομοφοβικούς.
[χασταγκ ασυμβίβαστη κι έτσι ]
Γυρνώντας πέρασα από Μεταξουργείο
τα γκομενίσματα μου δημιουργούνε τέτοιες τάσεις
- επιτρέψτε μου επειδή είναι Κυριακή βράδυ
κι αύριο οι άνθρωποι ξυπνάνε χαράματα για να στριμωχτούν στα λεωφορεία
και μετά να πεθάνουν "χωρίς να έχουν δοκιμάσει κρέας της προκοπής"
να αφήσω κατά μέρους τις αυστηρότητες
και να μετέρχομαι από δω και μπρος το "εσύ"
καταπώς συμφέρει τον μεγεθυντικό κυριακάτικο φακό μου-
Έκανα λοιπόν καταμέτρηση
[και κάπου εδώ χωράνε πορτοκαλί περιγραφές
με λαμπιόνια που σπάνε]
Την πιο ρεαλιστική ομορφιά μου την προσέφερε ο κυνισμός
Περήφανη με το δάχτυλο υψωμένο στους δυστυχισμένους
καμαρώνω πως πέρασα ξερνώντας
την αφόρητη πρώτη ζαλάδα της πραγματικότητας
Αναζητώ συμπάγειες και μεσημεριανές αποφάσεις
Όχι "πήγαινε και κάπως θα γίνει μετά από δυο τρία ποτά"
--Αν κάποτε σε ξαναφιλήσω θα είναι μεσημέρι--
Φοβάμαι που προκειμένου να συμπληρώσω δέκα γραμμές
χρησιμοποίησα την ξεφτίλα της ανθρώπινης ύπαρξης
εκείνη που την ξεκολλάνε οι καθαρίστριες
των μέσων μαζικής μεταφοράς μετά το τέλος της βάρδιας
Αναζητώ τον υπέρτατο εσωτερικό ατομικό μου σκοπό
(λες κι είμαι πάλι δεκαεφτά χρονών)
παράλληλα με τον σκοπό ολόκληρης- μα ολόκληρης- της ανθρωπότητας
να ζήσει κάποτε απαλλαγμένη από κλάσεις ισοδυναμίας
Δεν το γεμίζουν ούτε οι αστικές
γκρι μελαγχολικές λύπες της Θεμιστοκλέους
ούτε τρεις μέρες καλοκαίρι
και μια κατοστάρα μέρες αναμονή στην προβλήτα με το φεγγάρι
στο Θερμαϊκό
Μιλάς με βαριά λαικιά φωνή-της πιάτσας.
Δεν είσαι άφταστη
Δεν είσαι όμορφη όσο τα ποιήματά σου Και δεν με πρόδωσες
Αποφάσισε,θα βγάλεις λίγη στεγνή καθαρή αλήθεια ή θα κάνεις σκρολ ντάουν μέχρι να συμπληρωθεί θραύσμα το θραύσμα ένα εκ νέου "ας πεθάνω" , λες και σου πεσε πολύ βαριά η δύση; Κακόμοιρο.
Δεν φοβάμαι καμιά αλήθεια και δεν είμαι ηλίθια για να την ψάχνω και να μην την βρίσκω.
Απλώς δεν κάνω τις σωστές ερωτήσεις.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς ας πούμε κατάλαβα. Δεν είναι πάντα αβαθείς ανάσες ,κενές που σε σωριάζουν νοερά. Είναι ξυπνήματα με κενό, με τη βεβαιότητα της δυστυχίας . Χαχα.
Αφενός δεν είμαι η μόνη κι είναι όλα τόσο προφανή κι οι λέξεις τόσο ίδιες με τις προηγούμενες που ό,τι και να πω με ωθεί να απολογηθώ, να πω "συγγνώμη , ξέρω πόσο ηλίθια ακούγομαι αυτή τη στιγμή αλλά δεν είμαι ή δεν θέλω να είμαι ".
Απ 'όταν αποδέχτηκα στη ζούλα ότι είμαι άρρωστη και όχι τρελή ή υστερικιά ή αχάριστη τα πράγματα πάνε καλύτερα.
Λέω και ξαναλέω "είναι το εποικοδόμημα" και οι φίλοι μου μάλλον θα σκέφτονται πως δεν έχω κάτι καινούριο να πω. Μα έχω! Τις καινούριες σκατούλες που μου σερβίρει το εποικοδόμημα. Τις καινούριες συγκρίσεις . Τις ελλείψεις που στρογγυλεύουν ( γίνεται το α ίσο με το β χοχο) και ... και... και...
Ας είχα μισή ώρα ακόμα ύπνο, μια μέρα ανάμεσα σε Σάββατο και Κυριακή, τρεις με τέσσερις ακόμα μέρες διακοπών και ένα πενηντάρικο στο πορτοφόλι μου.
Τουλάχιστον έχω απαλλαχτεί από το ξεφτιλίκι του έρωτα.
Ίσως το να είμαι τόσο σκληρή με τον πρότερο εαυτό μου να αποδεικνύει πως μεγάλωσα.
Ο μαλάκας που για να τον περνάνε για λιγότερο μαλάκα το δηλώνει περήφανα "είμαι μαλάκας".
Ο έρωτας λοιπόν. Διάβασα δέκα σελίδες Ένγκελς και το βρήκα το νόημα της ζωής, ρωτάτε με ντε.
Η δημιουργία, το να σκέφτεσαι το βράδυ πριν κοιμηθείς ποιήματα, ολοκληρώματα, πως θα διακοσμήσεις πιο όμορφα το χασάπικό σου. Ας είναι γουορκ ιν προγκρες και καλά είμαστε.
Και το να νιώσεις έστω για μια στιγμή -για όσο κρατάει ένα τραγούδι ή η είσοδος της πορείας στην Πλατεία Συντάγματος- το ίδιο με άλλον έναν ή δύο ή δύο χιλιάδες ανθρώπους.
(Ας μην αρχίσουμε τα χωριατίστικα και τις βαρύγδουπες απλότητες )
Μου λείπει το λύκειο , εκεί που τα καταλάβαινα όλα και ήταν όλα σταθερά και ανοδικά.
Γαμιόλα θέληση. Θα σε ξαναβρω.
Θέληση , δημιουργία και κοινό συναίσθημα.
Αφού τα ξέρω.
Όσο για τα γαμήσια και βασικά για τον έρωτα δεν με πλήγωσε-κλαψιάρικα και μπαρμπιστικα- κανένας. Απλώς δεν θέλω να γίνω ο άνθρωπος που περιμένει τον/την γκόμενο/γκομενα για να ευτυχίσει, να λύσει τα θέματά του και για να αγαπήσει στο κάτω κάτω την ζωή.
Είμαι δική μου ευθύνη.
Πάω να διαβάσω καουμπόισες. Πήγε τέσσερις και είκοσι. Να είχα μια με δυο ώρες ακόμα κι ένα κουτί με σπίρτα γιατί με κούρασε η γεύση του ζιπέλαιου.